- ναυμάχους
- ναύμαχοςofmasc/fem acc plναυμάχοςmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λίν(ν)εα — η 1. ναυτ. όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους ναυμάχους τής Επανάστασης τού 1821 και δηλώνει γενικά τη ναυτική παράταξη 2. (γεωγραφ. ως διεθνής όρος) α) η γραμμή τού Ισημερινού β) η γραμμή τού Τροπικού … Dictionary of Greek
ναυμαχικός — ή, ὁ (Α ναυμαχικός, ή, όν) [ναύμαχος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ναυμαχία ή σε ναυμάχους ή αυτός που είναι χρήσιμος σε ναυμαχία … Dictionary of Greek